ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΚΡΑΣΙΟΥ: VINSANTO
ΟΙΝΟΠΟΙΙΑ: ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ
Εσοδεία: 2004
Κατηγορία: Π.Ο.Π. Σαντορίνη
Ποικιλιακή σύνθεση: Ασύρτικο 80%, Αηδάνι 20%
Αμπελώνας: Πύργος, Μεγαλοχώρι, Ακρωτήρι, Σαντορίνη
Ωρίμαση: 16 χρόνια σε δρύινα βαρέλια 225 l
Ενδεικτική τιμή λιανικής: 32€
Κυκλοφόρησε σε 6.000 φιάλες των 375 ml
Η Σαντορίνη είναι γνωστή στα πέρατα του οινικού κόσμου για τα ξηρά λευκά κρασιά της με τη λεπιδωτή οξύτητα και τη χαρακτηριστική μεταλλικότητα. Το αγαπημένο νησί, όμως, είναι παραγωγός και εξαίρετων λιαστών κρασιών, των Vinsanto.
Σύμφωνα με την κυρία Σταυρούλα Κουράκου «Το Vinsanto είναι ο πιο γνήσιος συνεχιστής των «πάσσων», όπως ονομάζονταν κατά την αρχαιότητα τα λιαστά κρασιά. Κατά τον μεσαίωνα η ηφαιστειογενής αρχαία Θήρα ονομάστηκε Santo Erini – Santorini και ο «πάσσος» της Θήρας Vino Santo – Vinsanto, δηλώνοντας έτσι τον τόπο καταγωγής του. Πρόκειται, δηλαδή, για μια «ιστορική ονομασία προέλευσης» από τις λίγες που έχουν παραμείνει.»
Ένα Vinsanto που κυκλοφόρησε λίγο πριν την αλλαγή της χρονιάς, έχω σερβιρισμένο στο ποτήρι μου. Είναι το Vinsanto 2004 από το Οινοποιείο Χατζηδάκη, το οποίο, όπως αναγράφεται στην ετικέτα του, φέρει 16 χρόνια παλαίωσης σε δρύινα βαρέλια.
Τα σταφύλια για την παραγωγή του, 80% Ασύρτικο και 20% Αηδάνι, προέρχονται από αυτόριζα, μη ποτιστικά αμπέλια στον Πύργο, το Μεγαλοχώρι και το Ακρωτήρι. Με ηλικία τουλάχιστον 100 έτη, τα φυτά έχουν απελπιστικά χαμηλή απόδοση, της τάξεως των 200 κιλών στο στρέμμα.
Τη σοδειά του 2004, μια χρονιά χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, με καλές αποδόσεις, ο τρύγος των σταφυλιών για την παραγωγή του Vinsanto, έγινε στο δεύτερο μισό του Αυγούστου. Τα τσαμπιά με τα υπερώριμα σταφύλια, απλωμένα στο έδαφος, αφέθηκαν να λιαστούν για 15 ημέρες, έτσι ώστε να αφυδατωθούν, να ζαρώσουν και συνεπώς να αυξηθεί η γλυκύτητά τους.
Αυτά τα σταφύλια, στη συνέχεια, πέρασαν από το πιεστήριο και ο πυκνός χυμός τους οδηγήθηκε σε ανοξείδωτες δεξαμενές για την αλκοολική ζύμωση, με επιλεγμένες ζύμες, η οποία διήρκησε 3 μήνες με τη θερμοκρασία να διατηρείται στους 20 – 22°C.
Το κρασί μπήκε σε γαλλικά δρύινα βαρέλια, των 225 l. Επιλέχθηκαν barriques 5ης χρήσης για να μην είναι κυρίαρχη η δρυς στον χαρακτήρα του. Και έμεινε εκεί… 16 ολόκληρα χρόνια.
Έτσι προέκυψε ένα πυκνό κρασί με όμορφο καραμελέ χρώμα και λαμπερές ανταύγειες.
Η μύτη ξεκινά με τη γνωστή έκφραση της πτητικής οξύτητας των λιαστών κρασιών που δίνει γρήγορα τη σκυτάλη σε διαδοχικά στρώματα καφέ, αποξηραμένων βερίκοκων και καραμέλας.
Φοβερή γεύση, πυκνή και επίμονη, με βελούδινο πλούτο και εκπληκτική οξύτητα που προσδίδει απίστευτο μάκρος.
Το απόλαυσα δίπλα στον καφέ μου, στο τέλος του γεύματος. Θα είναι πάντως τέλειο και πλάι σε έντονα σκληρά τυριά ή και στην πικάντικη Κυκλαδίτικη κοπανιστή.